- κουφότερα
- κοῡφότερα , κοῦφοςlightneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουφοτέρα — κοῡφοτέρᾱ , κοῦφος light fem nom/voc/acc comp dual κοῡφοτέρᾱ , κοῦφος light fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφοτέρᾳ — κοῡφοτέρᾱͅ , κοῦφος light fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσογκος — ἐπίσογκος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο όγκο με κάποιον άλλο («κουφοτέρα γὰρ ἡ γῆ τοῡ ἐπισόγκου ὔδατός ἐστιν ὤστ’ ἐποχεῑσθαι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσος + όγκος] … Dictionary of Greek